ῥίνων

ῥίνων
ῥί̱νων , ῥινάω
lead by the nose
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ῥί̱νων , ῥινάω
lead by the nose
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥινῶν — ῥῑνῶν , ῥίνη file fem gen pl ῥῑνῶν , ῥίς nose fem gen pl ῥῑνῶν , ῥῖνα fem gen pl ῥῑνῶν , ῥινάω lead by the nose pres part act masc voc sg ῥῑνῶν , ῥινάω lead by the nose pres part act neut nom/voc/acc sg ῥῑνῶν , ῥινάω lead by the nose pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NARIO — in glossis veterib. subsannator, qui scil. naribus aduncis omnia suspenderet, quod Graeci ῥινᾷν vocârunt. Aelianus de Parasito, Καὶ ὁ μὲν Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ, ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην ἀυτοὺς ἐκείνους εἶχεν. Quod verbum perperam ἀπὸ τῆς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυρίνων — πύρινον neut gen pl πύρινος of fire fem gen pl πύρινος of fire masc/neut gen pl πῡρίνων , πύρινος of fire fem gen pl πῡρίνων , πύρινος of fire masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Achlys — (altgriechisch Ἀχλύς) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation der nächtlichen Dunkelheit und der tiefen Trauer. Während Achlys bei Homer noch als unpersönlicher Zustand erscheint, wird sie in Hesiods Aspis als Personifikation… …   Deutsch Wikipedia

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • νανοκάκα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «διὰ ῥινῶν λαλοῡσα» …   Dictionary of Greek

  • ρήξη — η / ῥῆξις, ήξεως, ΝΑ, και αιολ. τ. Fρῆξις, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρηγνύω, σπάσιμο, διάσπαση, άνοιγμα 2. ιατρ. βίαιη διάσπαση τών ιστών («ῥῆξεις πλευμόνων», Φιλόδ.) 3. ρήγμα, χάσμα νεοελλ. 1. (νομ.) βίαιη διάνοιξη τής εισόδου… …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ρύση — η / ῥύσις, εως, ΝΜΑ, και ῥύησις Μ, και δωρ. τ. ῥύτις και ιων. τ. γεν. ῥύσιος, Α η ρεύση, η ροή ενός υγρού («ἐκ ῥινῶν αἵματος ῥύσιες», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. «έμμηνη ρύση» ιατρ. η εμμηνόροια, η περίοδος τών γυναικών αρχ. 1. η εκροή τού λαδιού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”